- αναβάπτιση
- αναβάπτιση η κ. αναβάπτισμα τοповторное крещение, переименование, перекрещивание;2) обновление, очищение
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
αναβάπτιση — η (Μ ἀναβάπτισις) [ἀναβαπτίζω] η εκ νέου βάπτιση, ξαναβάφτισμα νεοελλ. πνευματική ή ψυχική ανακαίνιση, ανακάθαρση … Dictionary of Greek